Lookup cumulative lexical entry: محبّس

  1. δεσμός
    • δεσμός (noun) Artem. Onirocr.
  2. εἱρκτή
    • εἱρκτή (noun) Artem. Onirocr. wa-li-l-muḥabbasīna
  3. συμφορά
    • συμφορά (noun) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.