Lookup cumulative lexical entry: محترق
- διακαίω
- διακαίω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita διακεκαυμένος
- ἐκκαίω
- ἐκκαίω (verb) Galen An. virt. ἐκκέκαυται
- καίω
- καίω (verb) Arist. Meteor. καίομαι
- πυρόω
- πυρόω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita πεπυρωμένος
- συγκαίω
- συγκαίω (gerund) Hippocr. Aer. ξυγκαίειν
- συγκαίω (verb) Hippocr. Diaet. acut.