Lookup cumulative lexical entry: محمود

  1. ἀγαθόν
    • ἀγαθόν (noun) Artem. Onirocr. τὸ ἀγαθόν
    • ἀγαθόν (noun) Artem. Onirocr. τὸ ἀγαθόν
    • ἀγαθόν (noun) Artem. Onirocr. τὰ ἀγαθῶν
  2. ἀγαθός
    • ἀγαθός (adj.) Arist. Phys. ἀγαθόν τι = amrun ǧayyidun maḥmūdun
      τύχη δὲ ἀγαθὴ μὲν λέγεται ὅταν ἀγαθόν τι ἀποβῇ, φαύλη δὲ ὅταν φαῦλόν τι Arist. Phys. II 5, 197a25 = wa-yuqālu fī l-baḫti innahū ǧayyidun matā kānat ʿuqbāhu amran ǧayyidan maḥmūdan wa-yuqālu innahū radīʾun matā kānat ʿuqbāhu amran maḏmūman
    • ἀγαθός (adj. comp.) Artem. Onirocr. ἄμεινον
    • ἀγαθός (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἀγαθός (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἀγαθός (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἀγαθός (adj.) Artem. Onirocr. ḫayru maḥmūdin
    • ἀγαθός (adj. sup.) Artem. Onirocr. ἄριστον
    • ἀγαθός (adj. sup.) Artem. Onirocr. ἄριστον
    • ἀγαθός (adj.) Ps.-Arist. Div.
    • ἀγαθός (adj.) Ps.-Arist. Div.
  3. ἀγακλυτός
    • ἀγακλυτός (adj.) Galen An. virt.
  4. ἀδοξία
    • ἀδοξία (noun) Arist. Rhet. ġayru maḥmūdin
  5. ἄδοξος
    • ἄδοξος (adj.) Arist. Rhet. ġayru l-maḥmūdi
  6. αἱρετός
    • αἱρετός (adj.) Ps.-Arist. Virt. τὰ ... αἱρετά = al-ašyāʾu l-maḥmūdatu
  7. ἄφοβος
    • ἄφοβος (adj.) Artem. Onirocr. bi-maḥmūdatin
  8. δέω
    • δέω (act. part.) Ps.-Arist. Virt. εἰς τὸ δέον = fī maḥmūdin aw maḏmūmin
  9. δοξάζω
    • δοξάζω (act. part.) Arist. Rhet. οἱ δοξάζοντες = min al-maḥmūdin
  10. ἔνδοξος
    • ἔνδοξος (adj.) Arist. Rhet. τὰ ἔνδοξα = al-maḥmūdātu
    • ἔνδοξος (adj.) Arist. Rhet. τὸ ἔνδοξον = al-maḥmūdātu
    • ἔνδοξος (adj.) Arist. Rhet.
    • ἔνδοξος (adj.) Arist. Rhet.
    • ἔνδοξος (adj.) Arist. Rhet. τὰ ἔνδοξα = bi-l-maḥmūdi
    • ἔνδοξος (adj.) Artem. Onirocr. maḥmūdan
  11. ἐνοχλέω
    • ἐνοχλέω (verb) Artem. Onirocr. bi-maḥmūdin
  12. ἐπαινετός
    • ἐπαινετός (adj.) Arist. Rhet.
    • ἐπαινετός (adj.) Ps.-Arist. Virt. εἰς τὰ ἐπαινετά = fī wuǧūhi l-maḥmūdati
  13. ἐπίδοξος
    • ἐπίδοξος (adj.) Arist. Rhet. al-maḥmūdātu
  14. ἐπίσημος
    • ἐπίσημος (adj.) Artem. Onirocr.
  15. ἐπιτήδειος
    • ἐπιτήδειος (adj.) Artem. Onirocr. bi-maḥmūdin
  16. εὐσυνείδητος
    • εὐσυνείδητος (adj.) Artem. Onirocr.
  17. εὐταξία
    • εὐταξία (noun) Nicom. Arithm. μετὰ εὐταξίαν = ʿalā tartībi wa-niẓāmi maḥmūd
  18. ἡδύς
    • ἡδύς (adj. comp.) Artem. Onirocr. ἡδίονα
  19. καλός
    • καλός (adj.) Nicom. Arithm. al-ašyāʾu l-maḥmūdatu
    • καλός (adv.) Ps.-Arist. Virt. καλῶς
    • καλός (adv.) Ps.-Arist. Virt. τεθνάναι καλῶς = al-mawtu l-maḥmūdu
  20. πονηρός
    • πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
  21. σπουδαῖος
    • σπουδαῖος (adj.) Arist. Cat.
    • σπουδαῖος (adj.) Arist. Cat.
  22. συλλαμβάνω
    • συλλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
  23. συμφέρω
    • συμφέρω (verb) Artem. Onirocr.
    • συμφέρω (verb) Artem. Onirocr.
    • συμφέρω (verb) Artem. Onirocr.
  24. ταραχή
    • ταραχή (noun) Artem. Onirocr. laysa bi-maḥmūdin
  25. ὠφελέω
    • ὠφελέω (verb) Artem. Onirocr. ὠφελοῦνται = kāna...maḥmūdan
The database query could not be executed.