Lookup cumulative lexical entry: مختلط
- ἄκρατος
- ἄκρατος (adj.) Nicom. Arithm. ġayru muḫtaliṭīna fīhi
- ἀμιγής
- ἀμιγής (adj.) Porph. Isag. ġayru muḫtaliṭun
- αμικτος
- ἀναμίξ
- ἀναμίξ (adv.) Arist. Hist. anim.
- ἀναφυράω
- ἀναφυράω (pass. part.) Nicom. Arithm. ἀναπεφυρμένους
- κεράννυμι
- κεράννυμι (pass. part.) Hippocr. Nat. hom. κεκρημένος
- ληρέω
- ληρέω (act. part.) Galen An. virt. ὁ ληρῶν
- μείγνυμι
- μείγνυμι (pass. part.) Hippocr. Nat. hom. μεμιγμένος
- μίγνυμι
- μίγνυμι (pass. part.) Arist. Cael. μεμιγμένος
- μίγνυμι (gerund) Arist. Phys. μεμῖχθαι
- μίγνυμι (verb) Arist. Phys. μέμικται = muḫtaliṭayni
- μίγνυμι (gerund) Artem. Onirocr. μεμίχθαι
- μίγνυμι (pass. part.) Ps.-Plut. Placita μιγέντα = al-ašyāʾu l-muḫtaliṭatu
- μικτός
- μικτός (adj.) Arist. Eth. Nic.
αἳ μὲν ἀμιγεῖς αἳ δὲ μικταί Arist. Eth. Nic. X 3, 1173a23 = baʿḍuhā min ġayri ḫtilāṭin wa-baʿḍuhā muḫtaliṭun 535.4 - μικτος Them. In De an.
- μικτος Them. In De an.
- νοσέω
- νοσέω (verb) Hippocr. Aphor. τούτοισιν ἡ γνώμη νοσεῖ = ʿaqluhū muḫtaliṭun
- στιφρός
- στιφρός (adj.) Arist. Gener. anim.
- συγχέω
- συγχέω (pass. part.) Arist. Phys. συγκεχυμένα
- συμπλέκω
- συμπλέκω (pass. part.) Arist. Phys. συμπεπλεγμένα ἐστίν = qad ḥaṣalat muḫtaliṭatun
The database query could not be executed.