Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
مخلوط
ἐπίμικτος
ἐπίμικτος (
adj.
)
Galen An. virt.
μίγνυμι
μίγνυμι (
pass. part.
)
Artem. Onirocr.
μεμιγμένων
συμπεφυρμενος / συμφυρω
συμπεφυρμενος / συμφυρω
Them. In De an.
The database query could not be executed.