Lookup cumulative lexical entry: مداد

  1. γραφικός
    • γραφικός (adj.) Diosc. Mat. med. μέλας γραφικός
  2. μέλας
    • μέλας (noun) Diosc. Mat. med. μέλας γραφικός
  3. νεωλκός
    • νεωλκός (adj.) Arist. Phys. οἱ νεωλκοί = al-maddādūna li-l-safīnati
The database query could not be executed.