Lookup cumulative lexical entry: مربوط
- ἀπεσθίω
- ἀπεσθίω (pass. part.) Arist. Hist. anim. ἀπεδηδεσμένας
- δέσμιος
- δέσμιος (adj.) Artem. Onirocr.
- δεσμός
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr.
- διάδεσμος
- διάδεσμος (noun) Hippocr. Genit.; Nat. puer. διαδέσμος ἔχουσιν
- ἐπιδέω
- ἐπιδέω (pass. part.) Galen In De off. med. ἐπιδεδεμένος
- ἐπιδέω (pass. part.) Galen In De off. med. ἐπιδεδεμένοι
- ἐπιδέω (pass. part.) Hippocr. Off. med. ὁ ἐπιδεδεμένος
- συνδέω
- συνδέω (verb) Ps.-Plut. Placita συνδέομαι = marbūṭun bi-
- συνέχω
- συνέχω (pass. part.) Galen In De off. med. συνεχόμενα = marbūṭan maʿahu
The database query could not be executed.