Lookup cumulative lexical entry: مرهم

  1. ἐμπλαστικός
    • ἐμπλαστικός (adj.) Diosc. Mat. med.
  2. ἔμπλαστρος
    • ἔμπλαστρος (noun) Diosc. Mat. med.
  3. κηρωτός
    • κηρωτός (noun) Hippocr. Superf. κηρωτῇ = bi-marhamin
  4. μάλαγμα
    • μάλαγμα (noun) Diosc. Mat. med.
The database query could not be executed.