Lookup cumulative lexical entry: مستنكر

  1. ἀνομολογούμενος
    • ἀνομολογούμενος (adj.) Arist. Rhet. τὰ ἀνομολογούμενα = hend.; al-maǧḥūdātu (maḥǧūdātu ed. Lyons) l-mustankarātu
  2. ἄπιστος
    • ἄπιστος (adj.) Arist. Cael.
  3. ἄτοπος
    • ἄτοπος (adj.) Arist. Cael.
    • ἄτοπος (adj.) Arist. Cael.
    • ἄτοπος (adj.) Arist. Cael.
The database query could not be executed.