Lookup cumulative lexical entry: مسح
- γεωμετρέω
- γεωμετρέω (gerund) Arist. Eth. Nic. τὸ γεωμετρεῖν = an yamsaḥū
γεωμετρικοὶ γίνονται οἱ χαίροντες τῷ γεωμετρεῖν Arist. Eth. Nic. X 5, 1175a33 = allaḏīna yastaʿmilūna l-misāḥata wa-yafraḥūna bi-an yamsaḥū 547.10
- ἐκμάσσω
- ἐκμάσσω (verb) Artem. Onirocr.
- καταμετρέω
- καταμετρέω (verb) Arist. Phys.
- μετρέω
- μετρέω (verb) Arist. Metaph.
- περιαλείφω
- περιαλείφω (act. part.) Hippocr. Superf. περιαλείψας
- σμήχω
- σμήχω (verb) Hippocr. Superf.
The database query could not be executed.