Lookup cumulative lexical entry: مسموع
- αἰσθάνομαι
- αἰσθάνομαι (verb) Ps.-Arist. Virt. yudriku masmūʿātihi
- ακουστος
- ακουστος Them. In De an.
- ακουστος Them. In De an.
- ακουστος Them. In De an.
- ακουστος Them. In De an.
- ἀκούω
- ἀκούω (pass. part.) Alex. qu. III 3 [Sens.] ἀκουόμενον
- ἀκούω (verb) Ps.-Arist. Div. yudarriku masmūʿātihi
- ανηκουστος
- ανηκουστος Them. In De an.
- ανηκουστος Them. In De an.