Lookup cumulative lexical entry: مسهل
- ἐλατήριον
- ἐλατήριον (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- εὐκοίλιος
- εὐκοίλιος (adj.) Diosc. Mat. med. ἔστι... εὐκοίλιος = mushilun li-l-baṭni
- κάθαρσις
- κάθαρσις (noun) Rufus Ict. šurbu l-dawāʾi l-mushili
- καθαρτικός
- καθαρτικός (adj.) Galen An. virt.
- καθαρτικός (adj.) Galen An. virt.
- φαρμακεία
- φαρμακεία (noun) Hippocr. Aphor. dawāʾun mushilun
- φαρμακοποσία
- φαρμακοποσία (noun) Hippocr. Progn. šurbu dawāʾin mushilin