Lookup cumulative lexical entry: مشابهة

  1. ἀνομοιότης
    • ἀνομοιότης (noun) Arist. Metaph. ġayru l-mušābahati
    • ἀνομοιότης (noun) Arist. Phys. lā mušābahata
      οὐ γὰρ ἔχομέν τινα δύο ἐν οἷς ἡ ἑτερότης ὡς ἡ ἀνομοιότης Arist. Phys. VII 4, 249b23 = wa-ḏālika annahū laysa lanā smu yantaẓimu l-maʿnayayni wa-lā ġayriyyata miṯla qawlinā lā mušābahata
  2. ὅμοιος
    • ὅμοιος (adj.) Ps.-Plut. Placita
    • ὅμοιος (adj.) Ps.-Plut. Placita
  3. ὁμοιότης
    • ὁμοιότης (noun) Arist. Metaph.
    • ὁμοιότης (noun) Porph. Isag. καθ' ὁμοιότητα = li-mušābihati
    • ὁμοιότης (noun) Ps.-Plut. Placita
    • ὁμοιότης (noun) Ps.-Plut. Placita
  4. σύμφυλος
    • σύμφυλος (adj.) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.