Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
مشاجريّ
δικάζω
δικάζω (
pass. part.
)
Arist. Rhet.
οἱ δικαζόμενοι
wa-ammā l-mušāǧiriyya fa-l-ʿādilatu...
δικανικός
δικανικός (
adj.
)
Arist. Rhet.
δικανικός λόγος
The database query could not be executed.