Lookup cumulative lexical entry: مشاركة
- κοινωνέω
- κοινωνέω (verb) Arist. Eth. Nic. mušārakatun wa-muʿāmalatun
οὕτω δ' ἔοικε καὶ τοῖς φιλοσοφίας κοινωνήσασιν Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164b3 = wa-yušbihu an takūna mušārakatun wa-muʿāmalatun ... ʿalā l-falsafati 485.1 - κοινωνέω (verb) Arist. Poet. κοινωνοῦσιν = yušārikūnahū mušārakatan
οὐ μόνον τοῖς φιλοσόφοις ἥδιστον ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ὁμοίως ἀλλ' ἐπὶ βραχὺ κοινωνοῦσιν αὐτοῦ Arist. Poet. 4, 1448b14 = laysa innamā huwa laḏīḏan li-faylasūfin faqaṭ lākin li-hāʾulāʾi l-uḫari ʿalā miṯālin wāḥidin illā annahū min annahum yušārikūnahū mušārakatan yasīratan 224.22 - κοινωνέω (verb) Galen An. virt.
- κοινωνία
- κοινωνία (noun) Galen An. virt.
ὑποψίαν ... μὴ οὐκ ἀσώματος ᾖ (sc. ἡ τῆς ψυχῆς οὐσία)· πῶς γὰρ ἂν ὑπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας εἰς τὴν ἐναντίαν ἑαυτῆς φύσιν ἀχθείη Galen An. virt. 48.23 = al-ẓann bi-kulli ǧawhari l-nafsi annahū laysa ġayra ǧismin wa-illā fa-kayfa taṣīru bi-mušārakatihā li-l-ǧismi ilā ṭabīʿatin hiya ḍidduhā 22.4
- μέθεξις
- μέθεξις (noun) Arist. Metaph.
- μετέχω
- μετέχω (verb) Nicom. Arithm.
- μετέχω (verb) Nicom. Arithm.
- μετέχω (verb) Nicom. Arithm.
- μετέχω (gerund) Nicom. Arithm. ἐπὶ πλεῖον μετέχειν = tušāriku...mušārakatan šadīdatan
- μετουσία
- μετουσία (noun) Nicom. Arithm. κατὰ μετουσίαν = li-mušarakatihi
- μετουσία (noun) Nicom. Arithm. κατὰ μετουσίαν = li-mušarakatihi
- μετοχή
- μετοχή (noun) Nicom. Arithm. οὐ κατὰ μετοχήν = lā ʿalā ǧihati l-mušārakati
- μετοχή (noun) Nicom. Arithm. οὐ κατὰ μετοχὴν = lā ʿalā ǧihati l-mušārakati fī ḏālika
- μετοχή (noun) Ps.-Plut. Placita
- ὁμωνυμία
- ὁμωνυμία (noun) Nicom. Arithm. καθ' ὁμωνυμίαν = ʿalā ǧihati l-mušārakati fī l-ismi
- ὁμώνυμος
- ὁμώνυμος (adj.) Arist. Metaph. ὁμωνύμως = bi-nawʿi mušārakati l-ismi
- συμπάθεια
- συμπάθεια (noun) Ps.-Plut. Placita
- συνέντασις
- συνέντασις (noun) Ps.-Plut. Placita
The database query could not be executed.