Lookup cumulative lexical entry: مشاغبيّ

  1. ἐριστικός
    • ἐριστικός (adj.) Arist. Rhet. al-kalāmu l-mušāġibiyyu
    • ἐριστικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐριστικοὶ συλλογισμοί = al-kalāmu l-mušāġibiyyu
The database query could not be executed.