Lookup cumulative lexical entry: مشاورة

  1. βουλευτικός
    • βουλευτικός (adj.) Arist. Rhet.
  2. συμβουλεύω
    • συμβουλεύω (gerund) Alex. An. mant. [Lib. arb.] τὸ συμβουλεύεσθαι
The database query could not be executed.