Lookup cumulative lexical entry: مشتبك

  1. δέω
    • δέω (verb) Arist. Metaph. murtabiṭatun muštabikatun
  2. διαπλίσσομαι
    • διαπλίσσομαι (pass. part.) Hippocr. Progn. διαπεπλιγμένος
  3. ποικίλος
    • ποικίλος (adj.) Arist. Rhet.
The database query could not be executed.