Lookup cumulative lexical entry: مشقة

  1. ἄπονος
    • ἄπονος (adj.) Hippocr. Off. med. lā mašaqqata fīhi
  2. κάματος
    • κάματος (noun) Artem. Onirocr. wa-mašaqqatun
  3. παρολκή
    • παρολκή (noun) Artem. Onirocr.
    • παρολκή (noun) Artem. Onirocr. wa-mašaqqatun
  4. ρηίδιος
    • ρηίδιος (adj.) Hippocr. Aer. bi-ġayri mašaqqatin
  5. χαλεπῶς
    • χαλεπῶς (adv.) Hippocr. Aer. bi-mašaqqatin
The database query could not be executed.