Lookup cumulative lexical entry: مشوٍ

  1. ὀπτός
    • ὀπτός (adj.) Hippocr. Nat. hom.
  2. περιπλανάομαι
    • περιπλανάομαι (pass. part.) Hippocr. Diaet. acut. περιπλανηθείς
The database query could not be executed.