Lookup cumulative lexical entry: مضاعف

  1. διπλόος
    • διπλόος (adj.) Arist. Rhet.
    • διπλόος (adj.) Arist. Rhet.
    • διπλόος (adj.) Arist. Rhet.
    • διπλόος (adj.) Hippocr. Aer.
  2. δίπλωσις
    • δίπλωσις (noun) Arist. Rhet. διὰ δίπλωσιν
  3. διττός
    • διττός (adj.) Arist. An. post. τὸ διττόν
The database query could not be executed.