Lookup cumulative lexical entry: معلّم
- διδασκαλικός
- διδασκαλικός (adj.) Arist. Phys.
- διδάσκαλος
- διδάσκαλος (noun) Artem. Onirocr.
- διδάσκαλος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-muʿallimīna
- διδάσκαλος (noun) Galen An. virt.
τῶν ... διδασκάλων οὐδεὶς οὐδεμίαν αἰτίαν ἐδίδαξέ με Galen An. virt. 38.14 = lam yuʿallimnī aḥadun mina l-muʿallimīna ... al-sababa 14.11 - διδάσκαλος (noun) Galen An. virt.
- διδάσκαλος (noun) Galen An. virt.
- διδάσκαλος (noun) Ps.-Arist. Div.
- διδάσκω
- διδάσκω (act. part.) Arist. Gener. anim. πρότερον ... τὸ διδάξαν τοῦ μαανθάνοντος = al-muʿallimu qabla-l-mutaʿallimi
- διδάσκω (act. part.) Arist. Phys. τὸ διδάσκον = an yakūna l-muʿallimu bi-taʿallumi
τὸ διδάσκον γὰρ συμβαίνει μανθάνειν, ὧν τὸ μὲν μὴ ἔχειν τὸ δὲ ἔχειν ἐπιστήμην ἀναγκαῖον Arist. Phys. VIII 5, 257a13 = wa-ḏālika annahū yalzamu an yakūna l-muʿallimu bi-taʿallumi mā baʿḍuhu lā māḥalata laysa ʿindahū maʿrifatuhū wa-baʿḍuhū ʿindahū maʿrifatuhū - διδάσκω (verb) Nicom. Arithm.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Eucl. El. εἴληφθω
- παιδαγωγός
- παιδαγωγός (noun) Galen An. virt.
- παιδαγωγός (noun) Ps.-Arist. Div.
The database query could not be executed.