Lookup cumulative lexical entry: مغالط

  1. σοφιστικός
    • σοφιστικός (adj.) Arist. Int. πρὸς τὰς σοφιστικὰς ἐνοχλήσεις = li-maṭāʿin al-muġālaṭīn
    • σοφιστικός (adj.) Arist. Int.
The database query could not be executed.