Lookup cumulative lexical entry: مفضول
- ὑπερέχω
- ὑπερέχω (pass. part.) Arist. Phys. τὸ ὑπερεχόμενον
ἀνάγκη γὰρ τὸ ὑπερέχον διαιρεῖσθαι εἴς τε τὴν ὑπεροχὴν καὶ τὸ ὑπερεχόμενον Arist. Phys. IV 8, 215b17 = wa-ḏālika anna l-fāḍila yanqasimu ḍarūratan ilā l-faḍli wa-l-mafḍūli