Lookup cumulative lexical entry: مفهوم

  1. αδιανοητος
    • αδιανοητος Them. In De an.
  2. ἔναρθρος
    • ἔναρθρος (adj.) Ps.-Plut. Placita
  3. ἐπινοέω
    • ἐπινοέω (gerund) Nicom. Arithm. οὐκ ἐπινοεῖσθαι δύναται = laysa yumkinu an yakūna...mafhūman
  4. νοητός
    • νοητός (adj.) Nicom. Arithm.
  5. σαφήνεια
    • σαφήνεια (noun) Artem. Onirocr. ẓāhiran mafhūman
  6. συνοράω
    • συνοράω (verb) Arist. Phys. οὔπω συνεώρα = lam yakun ... muḥaṣṣalan mafhūman
The database query could not be executed.