Lookup cumulative lexical entry: مقوّم
- συνίστημι
- συνίστημι (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- συνίστημι (act. part.) Arist. Gener. anim. τῶν συνεστηκότων = al-ǧāmidatu l-muqawwamatu
- συνίστημι (act. part.) Porph. Isag.
- συστατικός
- συστατικός (adj.) Porph. Isag.
- συστατικός (adj.) Porph. Isag.
- συστατικός (adj.) Porph. Isag.