Lookup cumulative lexical entry: مكسور

  1. κατάγνυμι
    • κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
    • κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
    • κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
    • κατάγνυμι (pass. part.) Galen In De off. med. κατεαγόσι
  2. ὁλόκληρος
    • ὁλόκληρος (adj.) Artem. Onirocr.
  3. συντρίβω
    • συντρίβω (pass. part.) Artem. Onirocr. συντριβόμενος
The database query could not be executed.