Lookup cumulative lexical entry: مكسور
- κατάγνυμι
- κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- κατάγνυμι (pass. part.) Galen In De off. med. κατεαγόσι
- ὁλόκληρος
- ὁλόκληρος (adj.) Artem. Onirocr.
- συντρίβω
- συντρίβω (pass. part.) Artem. Onirocr. συντριβόμενος