Lookup cumulative lexical entry: ملاح

  1. κυβερνήτης
    • κυβερνήτης (noun) Artem. Onirocr.
    • κυβερνήτης (noun) Artem. Onirocr.
    • κυβερνήτης (noun) Nicom. Arithm.
  2. ναύκληρος
    • ναύκληρος (noun) Artem. Onirocr. li-l-mallāḥīna
    • ναύκληρος (noun) Artem. Onirocr.
    • ναύκληρος (noun) Artem. Onirocr.
    • ναύκληρος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-mallāḥūna
  3. ναύτης
    • ναύτης (noun) Artem. Onirocr. al-mallāḥūna
The database query could not be executed.