Lookup cumulative lexical entry: ملموس

  1. ἄναπτος
    • ἄναπτος Them. In De an. ἄναπτος = غير الملموس
  2. απτος
    • ἁπτός (adj.) Arist. Phys.
    • ἁπτός (adj.) Arist. Phys.
      εἰ μὲν δέχοιτο σῶμα ἁπτόν Arist. Phys. IV 7, 214a11 = in kāna yaqbalu ǧisman malmūsan
    • ἁπτός (adj.) Arist. Phys.
    • απτος Them. In De an.
    • απτος Them. In De an.
The database query could not be executed.