Lookup cumulative lexical entry: ممدود

  1. διατείνω
    • διατείνω (pass. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. διατεταμέναι
  2. μακρός
    • μακρός (adj.) Arist. Cat. συλλαβή μακρά = maqṭaʿun mamdūdun
  3. περιτείνω
    • περιτείνω (verb) Ps.-Plut. Placita
The database query could not be executed.