Lookup cumulative lexical entry: منازعة
- ἀμφισβήτησις
- ἀμφισβήτησις (noun) Artem. Onirocr. li-l-munāzaʿati wa-l-ṣaḫabi
- δίκη
- δίκη (noun) Artem. Onirocr. wa-munāzaʿatun
- ορμη
- ορμη Them. In De an.
- στασιάζω
- στασιάζω (verb) Artem. Onirocr.
- στάσις
- στάσις (noun) Artem. Onirocr.