Lookup cumulative lexical entry: مناسبة

  1. ἀναλογία
    • ἀναλογία (noun) Nicom. Arithm. ἐκ τῆς σχέσεως καὶ ἀναλογίας = al-munāsabatu wa-l-iḍāfatu
    • ἀναλογία (noun) Nicom. Arithm. ἐκ τῆς σχέσεως καὶ ἀναλογίας = al-munāsabatu wa-l-iḍāfatu
    • ἀναλογία (noun) Nicom. Arithm. κατὰ τὴν ἀναλογίαν = ʿalā sabīli l-munāsabati
    • ἀναλογία (noun) Nicom. Arithm. tasāwī l-qiyāsi wa-l-munāsabati
  2. ἀναλόγως
    • ἀναλόγως (adv.) Ps.-Plut. Placita ʿalā tilka l-munāsabati
  3. εὔσχετος
    • εὔσχετος (adj.) Hippocr. Off. med. ǧayyidatu l-munāsabati
  4. λόγος
    • λόγος (noun) Ps.-Plut. Placita
  5. συγγένεια
    • συγγένεια (noun) Arist. Eth. Nic. munāsabatu l-ǧinsi
The database query could not be executed.