Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
منتج
ἀσυμπέραντος
ἀσυμπέραντος (
adj.
)
Arist. Phys.
ġayru muntiǧin
συμπεραίνω
συμπεραίνω (
verb
)
Arist. Phys.
οὐ συμπεραίνεται = ġayru muntiǧin
The database query could not be executed.