Lookup cumulative lexical entry: منحرف

  1. λοξόω
    • λοξόω (verb) Arist. Metaph.
  2. πλάγιος
    • πλάγιος (adj.) Aelian. Tact. πλάγια φάλαγξ = ǧayšun munḥarifun
    • πλάγιος (adj.) Aelian. Tact. πλάγια φάλαγξ = ǧayšun munḥarifun
  3. τραπέζιον
    • τραπέζιον (noun) Eucl. El.
The database query could not be executed.