Lookup cumulative lexical entry: منخر

  1. λακωνικός
    • λακωνικός (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ λακωνικὰ κυνίδια = al-kilābu l-salūqiyyatu l-ṭawīlatu l-manāḫīru
  2. μυκτήρ
    • μυκτήρ (noun) Arist. Gener. anim.
    • μυκτήρ (noun) Arist. Gener. anim.
    • μυκτήρ (noun) Hippocr. Aphor. μυκτῆρες = manḫarāni
      ὑστέρων ἐκπτώσιες πταρμικὸν προσθεὶς ἐπιλάμβανε τοὺς μυκτῆρας καὶ τὸ στόμα Hippocr. Aphor. V 49 48.9
    • μυκτήρ (noun) Ps.-Plut. Placita μυκτῆρες = manḫarāni
    • μυκτηρ Them. In De an.
    • μυκτηρ Them. In De an.
    • μυκτηρ Them. In De an.
  3. πνεῦμα
    • πνεῦμα (noun) Hippocr. Diaet. acut.
  4. ρίς
    • ρίς (noun) Hippocr. Alim.
    • ρίς (noun) Hippocr. Alim.
    • ῥίς (noun) Hippocr. Diaet. acut.
    • ῥίς (noun) Hippocr. Progn.
The database query could not be executed.