Lookup cumulative lexical entry: منخر
- λακωνικός
- λακωνικός (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ λακωνικὰ κυνίδια = al-kilābu l-salūqiyyatu l-ṭawīlatu l-manāḫīru
- μυκτήρ
- μυκτήρ (noun) Arist. Gener. anim.
- μυκτήρ (noun) Arist. Gener. anim.
- μυκτήρ (noun) Hippocr. Aphor. μυκτῆρες = manḫarāni
ὑστέρων ἐκπτώσιες πταρμικὸν προσθεὶς ἐπιλάμβανε τοὺς μυκτῆρας καὶ τὸ στόμα Hippocr. Aphor. V 49 48.9 - μυκτήρ (noun) Ps.-Plut. Placita μυκτῆρες = manḫarāni
- μυκτηρ Them. In De an.
- μυκτηρ Them. In De an.
- μυκτηρ Them. In De an.
- πνεῦμα
- πνεῦμα (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- ρίς
- ρίς (noun) Hippocr. Alim.
- ρίς (noun) Hippocr. Alim.
- ῥίς (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- ῥίς (noun) Hippocr. Progn.
The database query could not be executed.