Lookup cumulative lexical entry: منضَمّ

  1. μύω
    • μύω (act. part.) Diosc. Mat. med. μεμυκυῖα
  2. σύμμυσις
    • σύμμυσις (noun) Hippocr. Superf. ξύμμυσις
  3. συμμύω
    • συμμύω (act. part.) Hippocr. Superf. συμεμυκῄ
  4. συμφράσσω
    • συμφράσσω (verb) Hippocr. Aer. ξυμπέφρακται
The database query could not be executed.