Lookup cumulative lexical entry: منقاد
- επηκοος
- επηκοος Them. In De an.
- ἐπιπειθής
- ἐπιπειθής (adj.) Arist. Eth. Nic. τὸ ἐπιπειθὲς λόγῳ = munqādun li-l-nuṭqi
- συγκατατίθημι
- συγκατατίθημι (pass. part.) Alex. An. mant. [Lib. arb.] συγκατατιθέμενα
- ὑπήκοος
- ὑπήκοος (noun) Arist. Eth. Nic. τῶν νόμων ὑπηκόους = munqādun li-l-nawāmīsi