Lookup cumulative lexical entry: منقلَب

  1. ἀποστρέφω
    • ἀποστρέφω (pass. part.) Hippocr. Progn. ἀπεστραμμένος
  2. συμπίπτω
    • συμπίπτω (verb) Artem. Onirocr. munqalibatun aw wāqiʿatun
  3. τροπή
    • τροπή (noun) Ps.-Plut. Placita
    • τροπή (noun) Ps.-Plut. Placita ἀπὸ τροπῶν (sc. ἡλίου) = min al-munqalabi ilā l-munqalabi
  4. τροπικός
    • τροπικός (noun) Ps.-Plut. Placita
    • τροπικός (noun) Ps.-Plut. Placita
    • τροπικός (noun) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός (sc. τροπικός) = al-munqalabu l-šatawiyyu
    • τροπικός (noun) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός τροπικός = al-munqalabu l-šatawiyyu
    • τροπικός (noun) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός (sc. τροπικός) = al-munqalabu l-šatawiyyu
    • τροπικός (noun) Ps.-Plut. Placita ὁ θερινός τροπικός = al-munqalabu l-ṣayfiyyu
    • τροπικός (noun) Ps.-Plut. Placita ὁ θερινός τροπικός = al-munqalabu l-ṣayfiyyu
    • τροπικός (noun) Ps.-Plut. Placita
    • τροπικός (noun) Ptol. Hypoth. ὁ θερινός τροπικός = nuqṭatu l-munqalabi l-ṣayfiyyi
  5. χειμερινός
    • χειμερινός (noun) Ptol. Hypoth. τοὺ χειμερινοῦ = al-munqalabu l-šatawiyyu
The database query could not be executed.