Lookup cumulative lexical entry: موجبة

  1. κατάφασις
    • κατάφασις (noun) Arist. Cat.
    • κατάφασις (noun) Arist. Cat.
    • κατάφασις (noun) Arist. Cat.
    • κατάφασις (noun) Arist. Cat. ἅπασα κατάφασις = kullu mūǧabatin
      ἅπασα γὰρ δοκεῖ κατάφασις ἤ ἀπόφασις (ἤ ἀπόφασις codd., Arab : secl. Minio-Paluello) ἤτοι ἀληθὴς ἢ ψευδὴς εἶναι Arist. Cat. 2a7 = fa-inna kullu mūǧabatin aw sālibatin yuẓannu annahā immā ṣādiqatun wa-immā kāḏibatun BN 160a2
    • κατάφασις (noun) Arist. Cat. κατάφασις γίγνεται
      ἕκαστον δὲ τῶν εἰρημένων αὐτὸ μὲν καθ' αὑτὸ ἐν οὐδεμιᾷ καταφάσει λέγεται ἤ ἀποφάσει (ἤ ἀποφάσει codd., Arab : secl. Minio-Paluello), τῇ δὲ πρὸς ἄλληλα τούτων συμπλοκῇ κατάφασις ἤ ἀπόφασις (ἤ ἀπόφασις codd., Arab : secl. Minio-Paluello) γίγνεται Arist. Cat. 2a7 = wa-kullu wāḥidin min hāḏihī llatī ḏukirat iḏā qīla mufradan ʿalā ḥiyālihī fa-lam yuqal bi-īǧābin wa-lā bi-salbin aṣlan lākin bi-taʾlīfi baʿḍi hāḏihī ilā baʿaḍin tuḥdaṯu l-mūǧabatu aw al-sālibatu BN 160a2
    • κατάφασις (noun) Arist. Metaph.
  2. καταφατικός
    • καταφατικός (adj.) Arist. An. post. καταφατικὴ γὰρ λαμβάνεται = iḏ kānat innamā tuʾḫaḏu mūǧibatan
  3. φάσις
    • φάσις (noun) Arist. Metaph.
  4. φημί
    • φημί (verb) Arist. Metaph.
The database query could not be executed.