Lookup cumulative lexical entry: مولى

  1. ἀδέσποτος
    • ἀδέσποτος (adj.) Artem. Onirocr. lā mawlan lahā
  2. ἀπελεύθερος
    • ἀπελεύθερος (noun) Artem. Onirocr.
    • ἀπελεύθερος (noun) Artem. Onirocr.
    • ἀπελεύθερος (noun) Artem. Onirocr.
  3. δέσποινα
    • δέσποινα (noun) Artem. Onirocr.
  4. δεσπότης
    • δεσπότης (noun) Arist. Cat.
    • δεσπότης (noun) Artem. Onirocr. bi-l-mawlā
    • δεσπότης (noun) Artem. Onirocr. mawālīhim
    • δεσπότης (noun) Artem. Onirocr.
  5. κρατέω
    • κρατέω (verb) Artem. Onirocr. κρατέομαι
  6. κύριος
    • κύριος (adj.) Artem. Onirocr. ka-l-mawlā
The database query could not be executed.