Lookup cumulative lexical entry: ميز

  1. ἀφορίζομαι
    • ἀφορίζομαι (pass. part.) Porph. Isag. ἀφορισθέντων δὲ... = fa-iḏ qad ḥuddidat wa-muyyizat...
  2. διαιρεω
    • διαιρέω (verb) Arist. Cael.
    • διαιρέω (verb) Arist. Cael.
    • διαιρέω (verb) Arist. Cael. faṣṣala wa-mayyaza
    • διαιρέω (verb) Arist. Cael. mayyaza wa-laḫḫaṣa
    • διαιρέω (verb) Arist. Cael. mayyaza wa-staqṣā
    • διαιρεω Them. In De an.
    • διαιρεω Them. In De an.
  3. διακρίνω
    • διακρίνω (verb) Arist. Phys.
      ἀπὸ ταὐτομάτου γὰρ γενέσθαι τὴν δίνην καὶ τὴν κίνησιν τὴν διακρίνασαν καὶ καταστήσασαν εἰς ταύτην τὴν τάξιν τὸ πᾶν Arist. Phys. II 4, 196a27 = fa-innahum qālū inna min tilqāʾi nafsihī kāna l-dawarānu wa-l-ḥarakatu allatī mayyazat wa-qawwamati l-kulla ʿalā hāḏā l-niẓāmi
    • διακρίνω (gerund) Arist. Phys.
      διακρῖναι, τοῦτο δὲ ποιῆσαι ἀδύνατον Arist. Phys. I 4, 188a10 = an yumayyiza mā lā yaqdaru ʿalā tamyīzihī
    • διακρίνω (verb) Arist. Phys. ἐὰν διακριθῶσιν = in tumayyizā
    • διακρίνω (verb) Arist. Rhet. hend.; ḫallaṣa wa-mayyaza
    • διακρίνω (verb) Nicom. Arithm.
    • διακρίνω (verb) Ps.-Plut. Placita
  4. διάκρισις
    • διάκρισις (noun) Hippocr. Alim.
  5. διανεμητικός
    • διανεμητικός (adj.) Ps.-Arist. Virt. tumayyizu l-ašyāʾa
  6. διορίζω
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael.
    • διορίζω (verb) Arist. Cael. mayyaza wa-laḫḫaṣa, laḫḫaṣa wa-mayyaza
    • διορίζω (verb) Arist. Cael. mayyaza wa-laḫḫaṣa, laḫḫaṣa wa-mayyaza
    • διορίζω (verb) Arist. Eth. Nic. mayyaza wa-faṣṣala
    • διορίζω (verb) Arist. Gener. anim.
    • διορίζω (verb) Arist. Part. anim.
    • διορίζω (verb) Arist. Part. anim.
    • διορίζω (verb) Arist. Part. anim.
    • διορίζω (verb) Arist. Part. anim. yaḥuddu wa-yumayyizu
    • διορίζω (verb) Arist. Part. anim. mayyaznā wa-ḥadadnā
    • διορίζω (verb) Arist. Phys.
    • διορίζω (pass. part.) Arist. Phys. τὰ διωρισμένα = allatī mayyaznāhā
      καὶ πῶς εἰς τὰ διωρισμένα αἴτια ἐμπίπτουσιν Arist. Phys. II 4, 196b9 = wa-kayfa yarǧiʿāni ilā l-asbābi llatī mayyaznāhā
    • διορίζω (verb) Arist. Phys. yumayyizu fa-yuḥaṣṣilu
      ὕστερον δὲ διορίζει τούτων ἑκάτερον Arist. Phys. I 1, 184b14 = ṯumma bi-aḫaratin yumayyizu fa-yuḥaṣṣilu kulla wāḥidin min hāḏayni 4.4
  7. ἐκλέγω
    • ἐκλέγω (verb) Nicom. Arithm. fa-numayyizuhā
  8. ἐπιδιορίζω
    • ἐπιδιορίζω (verb) Arist. Cael.
    • ἐπιδιορίζω (verb) Arist. Cael.
  9. ἴδιος
    • ἴδιος (adj.) Nicom. Arithm. ἰδίᾳ...ἰδίᾳ = fa-numayyizuhā
  10. κρίνω
    • κρίνω (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
    • κρίνω (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
    • κρίνω (verb) Arist. Phys. mayyaza wa-faḥaṣa
    • κρίνω (verb) Arist. Phys.
    • κρινω Them. In De an.
  11. ὁρίζω
    • ὁρίζω (verb) Arist. An. post. διωρίσθη = ḥuddidat wa-muyyizat
    • ὁρίζω (verb) Arist. Gener. anim.
  12. συγκρίνω
    • συγκρίνω (verb) Aelian. Tact.
The database query could not be executed.