Lookup cumulative lexical entry: نائبة

  1. παροξύνω
    • παροξύνω (pass. part.) Hippocr. Aphor. παροξυνόμενος = iḏā kānat nawāʾibu l-ḥummā
      τοῖσιν ἐν τῇσι περιόδοισι παροξυνομένοισι μηδὲν διδόναι μηδ' ἀναγκάζειν Hippocr. Aphor. I 19 = iḏā kānat nawāʾibu l-ḥummā lāzimatan li-adwārihā fa-lā yanbaġī fī awqātihāni an yuʿṭā ... aw yuḍtarra 7.11
  2. παροξυσμός
    • παροξυσμός (noun) Hippocr. Aphor. ἐν τοῖσι παροξυσμοῖσιν = fī awqāti nawāʾibihā
The database query could not be executed.