Lookup cumulative lexical entry: نتيجة

  1. συμβαίνω
    • συμβαίνω (act. part.) Arist. Cael. τὸ συμβαῖνον
    • συμβαίνω (act. part.) Arist. Cael. τὸ συμβαῖνον
  2. συμπέρασμα
    • συμπέρασμα (noun) Arist. An. post. καὶ τὸ συμπέρασμα τοιοῦτον = fa-l-natīǧatu ayḍan hāḏihi ḥāluhā
    • συμπέρασμα (noun) Arist. An. post. τὸ δὲ συμπέρασμα = al-natīǧatu
    • συμπέρασμα (noun) Arist. An. post. τὸ συμπέρασμα = al-natīǧatu
    • συμπέρασμα (noun) Arist. An. post. τὸ συμπέρασμα = al-natīǧatu
    • συμπέρασμα (noun) Arist. Eth. Nic.
    • συμπέρασμα (noun) Arist. Metaph.
    • συμπέρασμα (noun) Arist. Phys.
      μὴ ὄντος τοῦ συμπεράσματος Arist. Phys. II 9, 200a21 = matā lam takun al-natīǧatu
    • συμπέρασμα (noun) Arist. Phys.
      ὥσπερ ἐκ τῶν προτάσεων τὸ συμπέρασμα Arist. Phys. II 7, 198b8 = miṯla anna ʿani l-muqaddamāti takūnu l-natīǧatu
    • συμπέρασμα (noun) Arist. Phys.
      αἱ ὑποθέσεις τοῦ συμπεράσματος Arist. Phys. II 3, 195a18 = wa-l-muwaṭṭiʾātu li-l-natīǧati
    • συμπερασμα Them. In De an.
    • συμπερασμα Them. In De an.
    • συμπερασμα Them. In De an.
  3. συνάγω
    • συνάγω (verb) Arist. Cael.
The database query could not be executed.