Lookup cumulative lexical entry: نحيف

  1. ἀραιός
    • ἀραιός (adj.) Ps.-Plut. Placita ἀραιότερος
  2. καταλεπτύνω
    • καταλεπτύνω (gerund) Hippocr. Aer. καταλελεπτύσθαι = naḥīfatun mahzūlatun
  3. λεπτός
    • λεπτός (adj.) Hippocr. Aer. naḥīfa hazala raqīqa
    • λεπτός (adj.) Hippocr. Aer.
    • λεπτός (adj.) Hippocr. Aer. mahzūla naḥīfa raqīqa
The database query could not be executed.