Lookup cumulative lexical entry: ندي
- βρέχω
- βρέχω (pass. part.) Arist. An. post. βεβρεγμένος
- δασύς
- δασύς (adj.) Hippocr. Aer.
- διάβροχος
- διάβροχος (adj.) Hippocr. Aer.
- ἔγχυμος
- ἔγχυμος (adj.) Hippocr. Off. med.
- ὑγρός
- ὑγρός (adj.) Hippocr. Aer.
- ὑδατεινός
- ὑδατεινός (adj.) Hippocr. Aer.
- φλεγματώδης
- φλεγματώδης (adj.) Hippocr. Aer.