Lookup cumulative lexical entry: نزل
- ἀποκρίνω
- ἀποκρίνω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- ἀφίημι
- ἀφίημι (pass. part.) Galen In De off. med. ἀφιεμένου
- ἀφίημι (pass. part.) Hippocr. Off. med. ἀφειμένου
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Arist. Phys. ὕδωρ γένηται = nazalnā l-māʾa
- εἰμί
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr.
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr.
- εἰμί (verb) Eucl. El. ἐσθω = fa-la-nanzilu anna
- εἰμί (verb) Eucl. El. ἐστω = fa-la-nanzilu anna
- ἐκρέω
- ἐκρέω (verb) Hippocr. Superf.
- ἐπιδημέω
- ἐπιδημέω (verb) Hippocr. Aer.
- ἐπικαταρρέω
- ἐπικαταρρέω (act. part.) Hippocr. Aer. ἐπικαταρρυέντος
- ἐπιπίπτω
- ἐπιπίπτω (gerund) Hippocr. Aer. ἐπιπίπτειν
- ἔρχομαι
- ἔρχομαι (verb) Hippocr. Aer.
- καταβαίνω
- καταβαίνω (verb) Arist. Gener. anim.
- καταβαίνω (verb) Artem. Onirocr.
- καταβαίνω (verb) Artem. Onirocr.
- κατάβασις
- κατάβασις (noun) Artem. Onirocr.
- κατάκειμαι
- κατάκειμαι (verb) Artem. Onirocr.
- καταπίνω
- καταπίνω (verb) Galen An. virt. καταπίνεται = iḏā btuliʿa nazala
ὡς ἕκαστον ἔδεσμα καταπίνεται ... πρῶτον εἰς τὴν γαστέρα Galen An. virt. 66.18 = anna ǧamīʿa l-ṭaʿāmi iḏā btuliʿa nazala awwalan ilā l-baṭni 34.15
- κάτειμι
- κάτειμι (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- κάτειμι (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- κάτειμι (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- κατέρχομαι
- κατέρχομαι (gerund) Arist. Phys.
τὸ γὰρ ἀναχθὲν ψυχθῆναι δεῖ, καὶ τὸ ψυχθὲν ὕδωρ γενόμενον κατελθεῖν Arist. Phys. II 8, 198b20 = wa-ḏālika anna mā yataṣāʿadu qad yaǧibu an yabruda wa-iḏā barada fa-ṣāra māʾan nazala
- κατέχω
- κατέχω (verb) Hippocr. Aer.
- κατέχω (verb) Hippocr. Aer.
- παραλείπω
- παραλείπω (gerund) Arist. An. post. τὸ μηδὲν παραλιπεῖν = fī allā yanzilu wa-lā yanquṣu
- παραλείπω (gerund) Arist. An. post. παραλιπεῖν = an yanzila wa-yanquṣa
- πίπτω
- πίπτω (verb) Hippocr. Aer.
- πίπτω (pass. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- προΐημι
- προΐημι (verb) Ps.-Plut. Placita προΐεμαι
- ῥήγνυμι
- ῥήγνυμι (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἐρράγη = nazala ... wa-infaǧara
- συμπίπτω
- συμπίπτω (verb) Eucl. El. συμπιπτέτωσαν = fa-la-nanzilu annahumā
- συνέρχομαι
- συνέρχομαι (verb) Artem. Onirocr. yaṣʿadu wa-yanzilu
- ὑπόθεσις
- ὑπόθεσις (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] πρὸς ὑπόθεσιν = yunzalu anna
- χωρέω
- χωρέω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- χωρέω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- χωρέω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
The database query could not be executed.