Lookup cumulative lexical entry: نشا

  1. ἀναυξής
    • ἀναυξής (adj.) Arist. Gener. anim. lā yanšaʾu
  2. ἀναύξητος
    • ἀναύξητος (adj.) Arist. Gener. anim. lam yanšaʾ
  3. ἀνόμοιος
    • ἀνόμοιος (adj.) Hippocr. Alim. lā yunšiʾuhu
  4. αὐξάνω
    • αὐξάνω (pass. part.) Alex. qu. I 5 [Auct.] τὸ ηὐξημένον = al-šayʾi l-nāšiʾi
    • αὐξάνω (verb) Alex. qu. I 5 [Auct.] tanšuʾu...tanšuʾu
    • αὐξάνω (pass. part.) Alex. qu. I 5 [Auct.] τοῖς αὐξομένοις
    • αὐξάνω (verb) Arist. Gener. anim. αὐξηθῇ = našaʾa wa ʿaẓuma
    • αὐξάνω (verb) Arist. Gener. anim. αὐξηθῇ καὶ λάβη μέγεθος = našaʾa wa ʿaẓuma
    • αὐξάνω (pass. part.) Arist. Gener. anim. τὸ αὐξανόμενον
    • αὐξάνω (pass. part.) Hippocr. Nat. hom. αὐξανόμενος
  5. αὔξησις
    • αὔξησις (noun) Arist. Gener. anim. λαμβάνει αὔξησιν = yanšū wa yaʿẓumu
    • αὔξησις (noun) Arist. Gener. anim. αὔξησιν λαμβάνει
  6. βλαστάνω
    • βλαστάνω (verb) Arist. Gener. anim. φύονται καὶ βλαστάνουσιν = tanbutu wa-tanšaʾu
    • βλαστάνω (act. part.) Nicom. Arithm. εἰδῇ βλαστάνοντα = al-ašyāʾu llatī tanšū
  7. γένεσις
    • γένεσις (noun) Arist. Gener. anim. λαμβάνει τήν γένεσιν
  8. ἐπαυξάνω
    • ἐπαυξάνω (pass. part.) Arist. Gener. anim.
  9. λαμβάνω
    • λαμβάνω (verb) Arist. Gener. anim. αὔξησιν λαμβάνει
    • λαμβάνω (verb) Arist. Gener. anim. λαμβάνει τήν γένεσιν
    • λαμβάνω (act. part.) Arist. Gener. anim. τὰ τοῦ μεγέθους λαβόντα
    • λαμβάνω (verb) Arist. Phys.
      εἴ τις κατορύξειε κλίνην καὶ λάβοι δύναμιν ἡ σηπεδών Arist. Phys. II 1, 193a13 = annahū in ġurisa fī l-arḍi sarīrun fa-našaʾat fīhi ʿan al-ʿufūnati quwwatun
  10. μέγεθος
    • μέγεθος (noun) Arist. Gener. anim. τὰ τοῦ μεγέθους λαβόντα
  11. νεότης
    • νεότης (noun) Arist. Hist. anim. νεότητα λαμβάνει
  12. σύμφυτος
    • σύμφυτος (adj.) Arist. Poet. σύμφυτον ... ἐστί = mimmā yanšuʾu maʿa
      τό τε γὰρ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις ἐκ παίδων ἐστί Arist. Poet. 4, 1448b5 = wa-l-tašbīhu wa-l-muḥākātu mimmā yanšuʾu maʿa l-nāsi munḏu awwali l-amri wa-hum aṭfālun 224.15
  13. τρέφω
    • τρέφω (pass. part.) Galen An. virt.
      τρεφόμενα ... ὑπὸ τοῖς αὐτοῖς γονεῦσιν ἢ διδασκάλοις ἢ παιδαγωγοῖς Galen An. virt. 75.9 = našaʾa ... maʿa ābāʾin bi-aʿyānihim aw muʿallimīna aw muʾaddibīna bi-aʿyānihim 40.11
    • τρέφω (verb) Galen An. virt.
      ὑπὸ τοῖς αὐτοῖς γονεῦσι καὶ διδασκάλοις καὶ παιδαγωγοῖς τρέφηται Galen An. virt. 75.17 = našaʾū maʿa ābāʾin bi-aʿyānihim aw muʿallimīna aw muʾaddibīna 40.17
The database query could not be executed.