Lookup cumulative lexical entry: نعام

  1. Λιβυκός
    • Λιβυκός (adj.) Arist. Gener. anim. στρουθὸς ὁ Λιβυκός
  2. στρουθός
    • στρουθός (noun) Arist. Gener. anim. στρουθὸς ὁ Λιβυκός
The database query could not be executed.