Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
نكف
δυσέκπληκτος
δυσέκπληκτος (
adj.
)
Ps.-Arist. Virt.
δυσέκπληκτοί εἰσιν = an tankufa min an takūna ḫawwāran
δυσκίνητος
δυσκίνητος (
adj.
)
Ps.-Arist. Virt.
γίνονται δυσκίνητοι
The database query could not be executed.