Lookup cumulative lexical entry: نمى

  1. αὐξάνω
    • αὐξάνω (gerund) Arist. An. post. αὔξειν = an tanmī wa-tazīda
    • αὐξάνω (verb) Arist. An. post. καταπυκνοῦται καὶ αὔξεται = yattaṣilu wa-yamnī
    • αὐξάνω (pass. part.) Arist. Phys. τὰ αὐξανόμενα = al-ašyāʾu llatī tanmī
    • αὐξάνω (verb) Galen An. virt.
    • αὐξάνω (verb) Hippocr. Alim.
    • αὐξάνω (verb) Hippocr. Alim.
    • αυξανω Them. In De an.
  2. αὔξησις
    • αὔξησις (noun) Hippocr. Genit.; Nat. puer. αὔξησιν ποιεῖται
  3. αὔξω
    • αὔξω (verb) Ps.-Plut. Placita αὔξομαι
    • αυξω Them. In De an.
    • αυξω Them. In De an.
  4. λυσιτελής
    • λυσιτελής (adj.) Artem. Onirocr. yanmī wa-yaṣluḥu
  5. πολυτελής
    • πολυτελής (adj. comp.) Artem. Onirocr. πολυτελέστερος
  6. συναυξάνω
    • συναυξάνω (verb) Arist. Eth. Nic. yanmī maʿa
    • συναυξάνω (gerund) Arist. Phys. συναύξεσθαι = yanmī bi-namāʾin
    • συναυξάνω (gerund) Arist. Phys. συναύξεσθαι = yawmī bi-numūwihā
    • συναυξάνω (verb) Galen An. virt.
The database query could not be executed.